Με τον Νίκο Παπάζογλου στο εξώφυλλο, τον Οκτώβριο του 1995 κυκλοφόρησε το περιοδικό «Δίφωνο», το οποίο επί 15 χρόνια συντρόφευε τους λάτρεις της μουσικής.
«Αν ήταν τραγούδι, θα ήταν μελωδικό. Αν ήταν στίχος, θα ήταν βιωματικός. Είναι, όμως, ένα περιοδικό που αγαπάει το ελληνικό τραγούδι και τη μουσική.
Στόχος του να αναδείξει την καλή πλευρά του ελληνικού τραγουδιού, αλλά και τις αλληλεπιδράσεις του με τη μουσική του κόσμου. Να παρουσιάσει νέους Έλληνες δημιουργούς, αλλά και σημαντικούς καλλιτέχνες απ’ τα πιο μακρινά μέρη της Γης. Να σταθεί στις διαφορετικότητες και να ανακαλύψει κρυμμένες αρμονίες. Να προσφέρει πληροφοριακό υλικό και γνώσεις.
Το «Δίφωνο» έρχεται να καλύψει ένα κενό στον εξειδικευμένο περιοδικό Τύπο, τώρα που το ελληνικό τραγούδι έχει κερδίσει την αναγνώριση που πάντα εδικαιούτο. Άλλωστε, τα τελευταία χρόνια έχει διαπιστωθεί μία άνοδος του καλού ελληνικού τραγουδιού και η δημιουργία ενός ευρύτερου κοινού της ελληνικής μουσικής, με μεγάλη συμμετοχή και ανταπόκριση της νεολαίας.
Νέες δυνάμεις, λοιπόν, μπαίνουν στον χώρο, μεταξύ των οποίων και το «Δίφωνο», ανέφερε τότε, με εκτίμηση προς τους αναγνώστες, η αρχισυντάκτρια Άννα Βλαβιανού.
Γυρίζοντας στη 14η και 15η σελίδα, έβλεπε κανείς μία μεγάλη φωτογραφία του Νίκου Παπάζογλου (φωτ. Τάσος Βρεττός) και την εισαγωγή στη συνέντευξη που είχε δώσει στον Γιώργο Τσάμπρα, ο οποίος στη λεζάντα προανήγγειλε ως εξής: «Υπήρξε πάντα ξεχωριστή περίπτωση. Έχει δικούς του ρυθμούς, δικό του κοινό νεανικό, δική του φιλοσοφία. Οι εντός του χώρου τον λένε «Ινδιάνο». Οι εκτός τον θεωρούν τον πιο ροκ του ελληνικού τραγουδιού».
***
Ενώ σταματούσε με τη μοτοσικλέτα του σε ένα φανάρι, πριν από 16 χρόνια, δέχθηκε την πρώτη του πρόσκληση για μια συναυλία από μια άλλη μοτοσικλέτα, σταματημένη δίπλα του.
Ο μόνος διαθέσιμος μπουζουξής που μπορούσε τότε να παίζει τα κομμάτια του ήταν ένας… γιατρός από την Αθήνα. Χρειάστηκε να περάσουν πέντε χρόνια ακόμα, και πρόσκληση για να παίξει ο ίδιος στην Αθήνα. Δεν ερχόταν. Με ένα «Volkswagen» και με ορχήστρα κάποιους από τους κατοπινούς «Χειμερινούς Κολυμβητές», ταξίδευαν όπου τους ζητούσαν στη Βόρεια Ελλάδα.
Όταν το ’84 αποφάσισε να κατέβει στην Αθήνα με δική του πρωτοβουλία, γέμισε μεν τον χώρο που εμφανίστηκε για 40 μέρες, έφυγε όμως από εδώ με… 250.000 δραχμές χρέος.
Τα τελευταία χρόνια δεν έχω βρεθεί σε συναυλία του μέσα στο Λεκανοπέδιο που να μην υπάρχει το αδιαχώρητο. Φετινό δημοσίευμα τον θεωρεί ως έναν από τους πλέον υψηλά αμειβόμενους για τις συναυλίες του καλλιτέχνες. Ο ίδιος επιμένει ότι δεν προκαθορίζει έτσι την οικονομική του πολιτική και το μόνο που χαράζει πλέον με δικές του προτάσεις είναι η καλοκαιρινή του διαδρομή στην Ελλάδα.
Ένα ταξίδι που τον ανεβάζει στον Λυκαβηττό και στα άλλα πολύκοσμα νταμάρια του Λεκανοπεδίου, αλλά τον κάνει ακόμα να ανεβάζει και με… μουλάρια τα μηχανήματά του στο Αρχαίο Θέατρο της Θάσου.
***
Ένα πρωινό σε ένα καφενεδάκι της Πλάκας είπαμε να «χρωματίσουμε» μια λεπτομέρεια όλη αυτή τη μέσω συναυλιών πορεία του Νίκου Παπάζογλου προς το τραγούδι του, την Ελλάδα και το κοινό τους.
Εδώ ο Νίκος Παπάζογλου παίρνει τον λόγο και στη συνέχεια παρατίθενται οι ερωτήσεις και οι απαντήσεις: «Το τελευταίο νυχτοκάματο που έκανα πρέπει να ήταν γύρω στο ’75, στη «Ρέμβη». Ήταν μια κοσμική ταβέρνα της Θεσσαλονίκης, όπου είχαμε σχηματίσει ορχήστρα, κι εγώ τραγουδούσα μέχρι τις 12 τη νύχτα τραγούδια για χορό.
Τότε σιγά-σιγά άρχισαν να καταργούνται οι ορχήστρες που έπαιζαν ζωντανά τα χορευτικά κομμάτια της εποχής (αντικαταστάθηκαν από τα πικ-απ) και άρχισε να μην έχει νόημα το να σχηματίσεις μια τέτοια ορχήστρα και να κυνηγάς. Ήδη, βέβαια, εγώ είχα πάρει κι έναν άλλο δρόμο.
Στα πρώτα μου τραγούδια, τα «Είναι Αργά» και τη «Γαλάζια Θάλασσα», που τα τραγούδησε τότε ο Πασχάλης Αρβανιτίδης, φαινόταν ήδη η κλίση μου προς τα καθ’ υμάς και τις τροπικές κλίμακες. Στα γλέντια που κάναμε στο σπίτι, είχα ένα καταπληκτικό σπίτι τριώροφο με δύο στρέμματα κήπο, είχε αρχίσει να ξαναζωντανεύει το μπουζούκι που είχαμε. Είχα πάρει μια κατεύθυνση που οδήγησε εκεί που οδήγησε».
Οι πιο χαρακτηριστικές ιστορίες που κρατήσαμε (σ.σ. προφανώς αφορούν όσα ο αξέχαστος καλλιτέχνης είχε βιώσει και υποστήριζε μέχρι τον Οκτώβριο του 1995):
-Μαζεύονταν στο τριώροφο σπίτι του με τον μεγάλο κήπο και έστηναν γλέντια. «Είχε αρχίζει να ξαναζωντανεύει το μπουζούκι», ανέφερε.
-Ένα βράδυ φεύγοντας από το ξακουστό μπαρ «Σελήνη», τον πρόλαβε σε ένα φανάρι ένα ζευγάρι, επίσης με μοτοσικλέτα. Κάπου είχαν ακούσει ότι ήταν εκείνος που ερμηνεύει στους δίσκους «Η Εκδίκηση της Γυφτιάς» και «Τα Δήθεν». Του πρότειναν, λοιπόν, να κάνουν μια συναυλία στο μικρό αμφιθέατρο της Νομικής. Έγινε. Με μπουζουξή έναν… γιατρό από την Αθήνα, επειδή ήταν ο μοναδικός που ήξερε τα τραγούδια. Η υπόλοιπη ορχήστρα σχηματίστηκε από παιδιά του Φοιτητικού Ομίλου Θεάτρου-Κινηματογράφου του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.
-Για χρόνια δεν είχε δεχθεί πρόταση να παίξει στην Αθήνα. Η πρώτη φορά ήταν μετά τα Χριστούγεννα του 1983 (σ.σ. στα 35 του) και τότε με δική του πρωτοβουλία. Υπενοικίασε το θρυλικό «Zoom» στην Πλάκα που ήταν κλειστό και είχε δύο χρόνια να δουλέψει. Έδωσε διπλάσια και τριπλάσια μεροκάματα στους φίλους του μουσικούς. Αυτές οι 40 μέρες κύλησαν πολύ καλά, όμως τα ακριβά μεροκάματα που έδινε είχαν ως αποτέλεσμα να «μπει» μέσα 250.000 δραχμές και να αναγκαστεί να δανειστεί.
-Πολλές βιβλιοθήκες συλλόγων της χώρας γέμισαν βιβλία, επειδή πολύ συχνά ξεπερνιόταν το ελάχιστο ποσό εισπράξεων που είχε οριστεί πριν από συναυλίες και τα χρήματα αρκετές φορές πήγαιναν εκεί. Ο Νίκος Παπάζογλου ήταν περήφανος γι’ αυτό.
-Τα κάστρα της Πάτρας και της Καλαμάτας ήταν από τα αγαπημένα του. Μάλιστα, ο Νίκος Παπάζογλου υπογράμμιζε ότι σε αυτές τις περιοχές οι διοργανωτές αφενός μεν παραχωρούσαν δωρεάν τους χώρους, αφετέρου δε δεν αξίωναν ποσοστά από την είσοδο. Στη «μάνα» Θεσσαλονίκη, αντίθετα, είχε πληρώσει ένα μεγάλο ποσό για να εμφανιστεί στο Θέατρο του Δάσους.
-Ποτέ δεν αξίωνε ένα ποσό για αμοιβή, παρά μόνο ποσοστά από την είσοδο. Μόνο στη Σύρο το 1993 είχε ζητήσει τα έξοδα μετακινήσεων και αμοιβών από τον δήμαρχο, ο οποίος ήθελε να κάνει μία εκδήλωση.
-Ποτέ δε χρηματοδοτήθηκε από υπουργεία ή οργανισμούς για την παραμικρή περιοδεία, ενώ δεν του άρεσε η ιδέα να συμπράξει με κάποιον χορηγό.
-Ο Νίκος Παπάζογλου ήθελε να πηγαίνει παντού, ακόμα και σε περιοχές που ήξερε ότι δε θα μαζευτούν πάνω από 500 ψυχές. Επέτρεπε στον εαυτό του να γίνουν τουλάχιστον πέντε συναυλίες που γνώριζε ότι στο τέλος θα πληρώσει από την τσέπη του. «Από τις 30 που κάνουμε σε κάθε περίοδο, οι 10 θα είναι κερδοφόρες και θα καλύψουν τη ζημιά από μικρότερους χώρους», έλεγε.
-Σημαντικός παράγοντας για την απόφασή του να εμφανιστεί κάπου ήταν ο χώρος και οι άνθρωποι, αναφερόμενος επί παραδείγματι στα Ανώγεια της Κρήτης και γενικότερα στο νησί.
-Το 1993 έδωσε συναυλία στην κοίτη του ποταμού Στρυμώνα, κοντά μόνο στα χωριά Τοξότες και Γαλανή. Πρώτα πέταξε με αεροπλάνο για να επιθεωρήσει τον χώρο, έπειτα ο στρατός βοήθησε με εξέδρα και γεννήτρια. Τελικά συγκεντρώθηκαν 4.000 θεατές!
-Ο στρατός βοήθησε και στο κάστρο της Κω, απομακρύνοντας με φλογοβόλα τα φίδια και τους σκορπιούς. «Ήμασταν οι πρώτοι που παίξαμε μετά από… 600 χρόνια», ήταν η χαρακτηριστική του ατάκα.
-Μνημόνευε τα μέρη που είχαν κουβάλημα. Τη Σκύρο και το θεατράκι μέσα στους βράχους. Τον Μόλυβο Λέσβου που έπρεπε να ανεβάσουν τα μηχανήματα με τα χέρια πάνω από το τείχος. Το Αρχαίο Θέατρο της Θάσου που επιστράτευαν μουλάρια για τον ίδιο λόγο. Την Αιγιάλη της Αμοργού που χρειάστηκε να στρώσουν 60μ. σιδηρόδρομο πάνω στην άμμο…
-Ο Νίκος Παπάζογλου συμμετείχε στα κουβαλήματα. Τα χαρακτήριζε αναπόσπαστο κομμάτι μιας συναυλίας και τα έβλεπε ως τον μοναδικό τρόπο για να οικειοποιηθεί έναν χώρο που επρόκειτο να τραγουδήσει.
-Λάτρευε τις γεύσεις και τις διαφορές τους από τόπο σε τόπο, ειδικά στα τυριά και τα λαχανικά. Αναφέρθηκε ενδεικτικά στην ντομάτα Σαντορίνης, τη μυτζήθρα Κρήτης και πώς αλλάζει από περιοχή σε περιοχή του νησιού, τα καυτερά μακεδονικά πιπέρια, τον καφέ της Θράκης…
-Περιέγραψε ένα περιστατικό του 1994 στη Σκύρο με μία οικογένεια που κρατούσε μια ταβέρνα. Το ένα από τα δύο παιδιά (αγόρι) έπρεπε να δουλέψει για να πάει το άλλο (κορίτσι) στη συναυλία. Το αγόρι ξέσπασε σε ένα τζάμι και κατακόπηκε. Στη μέση της βραδιάς, λοιπόν, έγινε ανακοίνωση από το μικρόφωνο για να βρεθεί χειρούργος και να ράψει το χέρι του παιδιού. Ευτυχώς όλα κύλησαν κατ’ ευχήν.
-Θυμήθηκε ένα συμβάν στην Εύβοια, όπου αναγκάστηκε να ζητήσει συγγνώμη από το κοινό γιατί όλη η ορχήστρα είχε… μεθύσει και κανείς δεν ήταν σε θέση να παίξει!
-Με αφορμή αυτό το περιστατικό προσέθεσε: «Πιστεύει ο άλλος ότι αν σακατευτεί στο ουίσκι ή σε κανά τσιγάρο ή δεν ξέρω τι, θα απελευθερωθούν μέσα του δημιουργικές δυνάμεις τις οποίες αλλιώς δεν τις έχει αντιληφθεί. Αυτό είναι ένα παραμύθι που νομίζω ότι προέρχεται από τον χώρο των εμπόρων τέτοιων ουσιών…».
-Αναφέρθηκε, μεταξύ άλλων, στον μπασίστα Γιάννη Κολοβό, με τον οποίον συμπορεύθηκαν από την αρχή μέχρι το τέλος, με εξαίρεση κάποια χρόνια. Στον «καλό φίλο, κιθαριστή, τραγουδιστή, κοντά στο πνεύμα της ταλαιπωρίας» Σωκράτη Μάλαμα. Στον Μάνο Φαλτάιτς που έφτιαξε με δική του πρωτοβουλία και χρηματοδότηση το προαναφερθέν θεατράκι στη Σκύρο, ενώ ήταν εκείνος που έκανε την ανακοίνωση για το αγόρι που τραυματίστηκε. Και στον Διονύση Σαββόπουλο για τις εντυπωσιακές συναυλίες του.
-Χωρίστηκε με την «Ταχεία Θεσσαλονίκης», επειδή έγινε πιο επαγγελματική απ’ όσο μπορούσε εκείνος να αντέξει, αλλά αμέσως μετά έφτιαξε τη «Λοξή Φάλαγγα» που αποτελείτο από τελείως ερασιτέχνες μουσικούς, όπως ο προαναφερθείς Σωκράτης Μάλαμας.
-Επίσης: «Θα μπορούσα πολύ εύκολα να έχω τον τεράστιο ήχο που προσφέρουν τα ηλεκτρονικά. Δεν θα το ‘κανα ποτέ, όμως, να κλειστώ σε ένα δωμάτιο με έναν υπολογιστή και να γράψω γραμμές για όργανα που να τα παίζουν συνθετητές. Νομίζω ότι είναι φρικαλέος τρόπος να φτιάχνεις μουσική. Η αίσθηση μιας παρέας που παίζει τρία, έστω ακουστικά, όργανα είναι αυτή που μου ταιριάζει περισσότερο κι αυτή αποτυπώνω και στις ενορχηστρώσεις των τραγουδιών. Με ενδιαφέρει, δε, να μπορεί να αναπαράγει μια παρέα ένα τραγούδι που ακούει σε έναν δίσκο μου».
Ακολουθεί ολόκληρη η συνέντευξη: